Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ

 
Μια φορά κι έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένας εργάτης που είχε μια κόρη την οποία αγαπούσε παρά πολύ.Μια μέρα πηγαίνοντας σπίτι του βρήκε στην άκρη του μονοπατιού ένα γαρύφαλλο που όμοιο του σε ομορφιά δεν είχε άλλο στο κόσμο.Το πήρε και το πήγε στην κόρη του και εκείνη το έβαλε σε ένα βάζο με νερό. Το βραδυ καθώς το κρατούσε και το θαύμαζε έπεσε το  γαρύφαλλο πάνω στο αναμμένο κερί και κάηκε.Ξαφνικα εμφανίστηκε μπροστά της ένας όμορφος    νέος.Το κορίτσι ξαφνιάστηκε χωρίς να μπορεί να μιλήσει.Ο όμορφος νέος είπε με θλιμμένη φωνή.
          
«  Γιατί δεν μου μιλάς; θα πρέπει να με αναζητήσεις ανάμεσα στους βράχους όλου του κόσμου» είπε και εξαφανίστηκε από μπροστά της.Το κορίτσι δεν είχε ξαναδεί ωραιότερο νέο από αυτόν και τον
Ονειρευόταν νύχτα και μέρα. Τα λόγια του στριφογύριζαν στο μυαλό της «θα πρέπει να με αναζητήσεις ανάμεσα στους βράχους όλου του κόσμου» Το καρότσι έπαψε να είναι ευτυχισμένο στο σπίτι του και αποφάσισε να ψάξει να τον βρει.Εφυγε από το σπίτι και αφού περπάτησε και περπάτησε έφτασε στην όχθη ενός ποταμού με έναν ψηλό βράχο στην όχθη.Εκατσε στην όχθη να ξεκουραστεί και επειδή είχε πολύ ζέστη και ήταν κουρασμένη άρχισε να κλαίει.
  
Ο βράχος ξαφνικά άνοιξε και ο όμορφος νέος εμφανίστηκε μπροστά της.
  « Γιατί κλαις;» είπε.Το κοριτσι ήταν φοβισμένο και δεν μπορούσε να πει λέξη παρά μόνο έκλαιγε.Ο  όμορφος νέος είπε τότε.
Μέσα στο δάσος θα βρεις ένα μεγάλο σπίτι με έναν μεγάλο αγρό. Πήγαινε και ζήτησε δουλειά θα σε κρατήσουν,και λέγοντας αυτά εξαφανίστηκε μέσα στον βράχο. Το κορίτσι δεν είχε τι άλλο να κάνει  και ακολούθησε την συμβουλή του όμορφου νέου. Βρήκε το σπίτι και ζήτησε δουλειά. Η κυρία του        σπιτιού χρειάζονταν καμαριέρα και την κράτησε. Σύντομα το κορίτσι έγινε η αγαπημένη καμαριέρα της κυρίας λόγω των καλών της τρόπων και της εργατικότητας της.
 
 Οι άλλοι υπηρέτες άρχισαν να την ζηλεύουν και όλο την πλήρωναν με διάφορους τρόπους. Μια μέρα πάνε στην κυρία και λένε.
 « Ξέρετε το κορίτσι λέει Ότο μπορεί να πλύνει όλα τα βρώμικα ρούχα μόνη της και δεν χρειάζεται άλλον για βοήθεια» Η κυρία φώναξε το κορίτσι και ρώτησε αν είναι αλήθεια. Το φτωχό κορίτσι είπε ότι είναι ψέμα και ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο. Οι άλλοι υπηρέτες όμως είπαν ότι το άκουσαν όλοι τους.Ετσι η κυρία την διέταξε να πλύνει όλα τα βρώμικα ρούχα σε μια μέρα. Το κορίτσι πήγε στο ποτάμι τα βρώμικα ρούχα και από την απελπισία της άρχισε να κλαίει. Ο βράχος άνοιξε και ο  όμορφος νέος βγήκε έξω.
    « Γιατί κλαις;» Ρώτησε. Το κορίτσι όμως δεν έβγαλε μιλιά παρά μόνον έκλαιγε. 
  

« Μην ανησυχείς για το πλύσιμο των ρούχων, αφήσετε στην όχθη και φώναξε τα πουλιά όλου του κόσμου να έρθουν να σε βοηθήσουν» είπε και εξαφανίστηκε μέσα στον βράχο. Έτσι και έκανε το  φτωχό κορίτσι.
« Πουλιά όλου του κόσμου ελάτε σας παρακαλώ να με βοηθήσετε» Τα πουλιά ήρθαν από παντού  μεγάλα, μικρά, άσπρα, μαύρα, κάστανα, κόκκινα πράσινα κίτρινα.
Έπιασαν με το ραμφος τα ρούχα και τα τίναζαν μέσα στο νερό και σύντομα όλα τα βρώμικα ρούχα έγιναν κατάλευκα. Το απογευμα γύρισε στο σπίτι και οι άλλοι υπηρέτες και η κυρία δεν πίστευαν στα μάτια τους. Έτσι η κυρία συμπάθησε περισσότερο το κορίτσι αλλά οι υπηρέτες έγιναν πιο    ζηλοφθονοι και σκέφτονταν τι άλλο να κάνουν για να βλάψουν το κορίτσι.
 
Η κυρία είχε έναν γιο ο οποίος κάποια μέρα βγήκε να κάνει έναν περίπατο στο δάσος και δεν γύρισε ποτέ. Η μητέρα του από το κλάμα είχε σχεδόν τυφλωθεί. Αυτοί λοιπόν πήγαν στην κυρία και είπαν ότι το κορίτσι λέει πως ξέρει που θα βρει το γιατρικό για να γίνει καλά η κυρία. Το κορίτσι βέβαια δεν είπε κάτι τέτοιο αλλά αυτοί είπαν ότι την άκουσαν όλοι να το λέει. Και έτσι η κυρία έστειλε το κοτιτσι να βρει το θαυματουργό φάρμακο. Η φτωχή κοπέλα πήγε πάλι στο ποτάμι και έκατσε στην όχθη.

 
Άρχισε να κλαίει γοερά απαρηγόρητη. Αμέσως βγήκε ο όμορφος νέος από τον βράχο.
« Γιατί κλαις;» Αλλά απάντηση δεν πήρε παλι και είπε στο κορίτσι.
« ξέρω πως θα βρεις το νερό που θα γιατρέψει τα μάτια της κυρίας, πάρε ένα κύπελλο και φώναξε τα   πουλιά όλου του κόσμου και ζήτησε τα να κλαψαου όλα μαζι» αυτά είπε και χάθηκε μέσα στον βράχο.Το κορίτσι έκανε ότι την είπε ο νέος.Φωναξε τα πουλιά πήρε ένα κύπελλο στα χέρια της και τα παρακάλεσε να κλάψουν όλα μαζί. Το κάθε πουλί άφηνε από ένα δάκρυ μέσα στο κύπελλο και το τελευταίο το μικρότερο άφησε και ένα άσπρο φτερό.


Όταν η κυρία έπλυνε τα μάτια της με τα δάκρυα των πουλιών χρησιμοποιώντας το φτερό του μικρου πουλιού άρχισε να βλέπει καλύτερα και σιγά σιγά όπως πριν. Οι υπηρέτες δεν μπορούσαν να ησυχάσουν από την ζήλεια τους και σκεφτόταν τι άλλο να πουν στην κυρία για να βλάψουν το κορίτσι. Την είπαν λοιπόν πως άκουσαν την κοπέλα να λέει ότι ξέρει πως θα λυθούν τα μάγια του γιου της και η κυρία του τους πίστεψε και είπε.
« εάν λύσεις τα μαγιά του γιου μου θα σε παντρέψω μαζί του» Τι να κάνει η άμοιρη κοπέλα και πήγε πάλι στο ποτάμι έκατσε στην άκρη και έκλαιγε απαρηγόρητη. Ο όμορφος νέος βγήκε από τον βράχο και ρώτησε γιατί κλαίει, απάντηση δεν πήρε.
« ξέρω ότι η μητέρα μου σε έστειλε να λύσεις τα μάγια. Μάζεψε όλα τα κορίτσια που είναι στην πόλη και να έρθουν εδώ με αναμμένα κεριά δεν πρέπει να σβήσει όμως κανένα κερί» είπε και εξαφανίστηκε μέσα στον βράχο. Το κορίτσι έτρεξε στην πόλη και μάζεψε όλα τα κορίτσια και κρατώντας από ένα κερί με πομπή έφτασαν στο ποτάμι.
Το φτωχό κορίτσι ήταν τελευταίο και ο αέρας ξαφνικά την έσβησε το κερί της.
« τι πρέπει να κανω;το κερί μου έσβησε» ο όμορφος νέος βγήκε από τον βράχο του και είπε.
« τελικά μίλησες μαζί μου τώρα τα μαγιά λύθηκαν»
« νόμιζα πως δεν θα λυθούν όταν το κερί μου έσβησε» είπε το κορίτσι. Ο νέος εξήγησε ότι τον έκαναν με μάγια γαρύφαλλο και θα λύνονταν από τον άνθρωπο που θα έκαιγε το γαρύφαλλο και θα μιλούσε μαζί του.
« όταν καιγομουν δεν είπες λέξη και έτσι έπρεπε να γυρίσω στα βράχια» Η μητέρα του νέου έγινε η πιο ευτυχισμένη στον κόσμο όταν τον είδε γερό να είναι πάλι κοντά της. Ευχαρίστησε το κορίτσι και το φίλησε στα δυο του μάγουλα. Η μικρή κοπέλα δεν έκλαψε ποτέ ξανά παντρεύτηκαν με τον όμορφο νέο και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!


Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΓΙΟΥΣ

Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένας βασιλιάς με τους τρεις γιούς του τους οποίους αγαπούσε πολύ.Θελησε να δει ποσό τον αγαπούσαν και εκείνοι τους φωνάζει λοιπόν και ρωτάει τον καθένα ποσό πολύ τον αγαπάει.
«Πατέρα μου εγώ σε αγαπώ όπως το χρυσάφι» είπε ο πρώτος.Ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ.
«Πατέρα μου εγώ σε αγαπώ όσο τα χρήματα» είπε ο δεύτερος.Χαρηκε ο βασιλιάς.
«Σε αγαπώ πατέρα μου όσο το αλάτι» είπε ό τρίτος γιος στον βασιλιά.Θυμωσε τότε πολύ ο βασιλιάς και έδιωξε τον τρίτο γιο.
   
Αυτός αφού περιπλανήθηκε από χώρα σε χώρα έκανε πολλές δουλειές και με την δουλειά και την εξυπνάδα του κατάφερε να γίνει βασιλιάς σε ένα άλλο βασίλειο.Περασαν πολλά χρόνια ο βασιλιάς γέρασε και δεν θυμόταν πολύ τον τρίτο γιο.Εκεινος δεν ξέχασε τον άδικο διωγμό του αλλά δεν κρατούσε κακιά στον πατέρα του.Καποια μέρα αποφάσισε να καλέσει βασιλιάδες από κοντινά και μακρινά βασίλεια για να τους κάνει το τραπέζι.
 
Ανάμεσα τους ήταν και ο πατέρας του.Το τραπέζι ήταν πλούσιο είχε όλα τα καλά, φαγητά και γλυκά  μόνο που τα φαγητά όλα ήταν ανάλατα.Αυτο ζήτησε να κάνουν οι μάγειρες του.
   
Κάθισαν όλοι στο τραπέζι και άρχισαν να τρώνε.Ο βασιλιάς πατέρας του μόλις άρχισε να τρώει το φαγητό του φάνηκε πολύ άνοστο και σταμάτησε το φαΐ.

Λυπημένος έβλεπε όλα τα ωραια φαγητά που ήταν όμως τόσο άνοστα! Τότε ο τρίτος γιος που καθόταν δίπλα του αλλά ο βασιλιάς δεν τον είχε γνωρίσει του λέει.
«Πατέρα μου πριν χρόνια σου είπα ότι σε αγαπώ όσο το αλάτι και εσυ με έδιωξες.Εισαι λυπημένος όμως τώρα γιατί δεν μπορείς να φας το φαγητό σου επειδή είναι άνοστο χωρίς αλάτι»
 

Ο βασιλιάς αναγνώρισε τον γιο του και τον ζήτησε συγνώμη γιατί κατάλαβε το λάθος του.Αγκαλιαστηκαν και οι δυο συγκινημένοι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
 

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019


Ο ΨΑΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΥΣΟΨΑΡΟ

Παραμύθι από την Πολωνία 

Μια φορά και έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένας χωρικός πολύ φτωχός.Με δυσκολία έφερνε φαγητό για την οικογένεια του.Ψαρευε αλλά δεν έπιανε πολλά ψάρια για να τους φτάνουν.
Μια μέρα εκεί που ψάρευε πιάνει στα δίχτυα του ένα χρυσόψαρο.Ο ψαράς δεν πίστευε στα μάτια του  όταν άρχισε να του μιλάει το ψάρι.
«Άφησε με καλε μου ψαρά μην με αφήνεις να πεθάνω μέσα στα δίχτυα.
«Και γιατί να σε αφήσω» λει ο ψαράς.
 

«Ξέρω ότι είσαι φτωχός αλλά είσαι καλός αν με αφήσεις θα πραγματοποιήσω τρεις ευχές που θα κανείς».Ο ψαράς ζήτησε καινούργιο σπίτι και την άλλη μέρα το είχε.
«Σε ευχαριστώ πολύ Θεέ μου» είπε ο ψαράς.
 
Πάει στο ψαράκι και λέει ότι θέλει καινούργια ρούχα για όλη την οικογένεια του και για αυτόν.Ετσι και έγινε πήγε σπίτι και βρήκε τα πιο ακριβά ρούχα.Τελος έκανε και την τριτη ευχή που ήταν να ξεχάσει την φτώχεια για πάντα.Ετσι και έγινε.
 
 Από τότε ο ψαράς δεν έπιασε ποτέ ξανά χρυσόψαρο στα δίχτυα του.Ετσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. 


Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΑΣΧΗΜΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ


      
Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσαν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που δεν είχαν παιδιά.Ειχαν όλα τα καλά του κόσμου αλλά ήταν πολύ πικραμένοι.
«Τι θα γίνει ο θρόνος μας όταν φύγουμε από αυτόν τον κόσμο;τον λαό μας ποιος θα τον κυβέρνηση;ποιον θα έχουμε στα γεράματα μας;Κανέναν.Ηταν πάντοτε στεναχωρημένοι και επειδή ήταν αγαπημένο αντρόγυνο προσπαθούσε ο ένας από τον άλλον να κρύβει την στεναχώρια του.
   
«Έχουν πολλά βάσανα τα παιδιά βασιλιά μου οποίος δεν έχει παιδιά έχει έναν καημό αλλά όταν έχει παιδιά πολλοί καημοί τον παιδεύουν.Καπως έτσι περνούσε ο καιρός τα χρόνια.Ειχαν γεράσει πια ο καημός τους όμως δεν έλεγε να περάσει.
«Αχ να είχαμε ένα παιδί»έλεγαν μέρα και νύχτα.
  

Από τα πολλά παρακαλετά τους άκουσε η Μοίρα και πήγε να τους βρει.Ηταν μια γριούλα με άσπρα  μαλλιά βάδιζε σιγά σιγά και πήγε κοντά τους.
«Σας ακούω πολλά χρόνια που παρακαλάτε για ένα παιδί και ήρθα να σας κανω  την χάρη. Μετά από έναν χρόνο θα έχετε ένα αγόρι.Μολις άκουσαν τα λόγια αυτά ο βασιλιάς και η βασίλισσα τρελάθηκαν από την χαρά τους.
«Θα κάνετε έναν γιο»είπε η Μοίρα «αλλά θα μου πείτε και τα χαρίσματα που θέλετε να έχει» 
«Να ζήσει χίλια χρόνια» είπε η βασίλισσα.
«Θα γίνει» είπε η Μοίρα.
«Να γίνει παλικάρι» είπε ο βασιλιάς «να αγαπά τον λαό του»
«Θα γίνει» είπε η Μοίρα.
«Να είναι καλός να αγαπά τους ταπεινούς και τους δυστυχισμένους» ζήτησε η βασίλισσα.
«Όλα αυτά που ζητήσατε θα γίνουν» είπε η Μοίρα.
«Θέλετε τίποτε αλλο; τους είπε. 
«Καλή μας Μοίρα δεν θελουμε τίποτε άλλο, σε ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας»
«Καλά είπε η Μοίρα και κίνησε να φύγει.
 
Δεν πρόλαβε να πάει παρακάτω και η βασίλισσα έστειλε έναν υπηρέτη να την φωνάξει να γυρίσει πίσω.
«Καλή μας Μοίρα σε ευχαριστούμε για όλα αλλά να ξεχάσαμε να ζητησουμε να γίνει όμορφο το βασιλόπουλο» είπε η βασίλισσα.
«Αυτό που ζητάτε δεν γίνετα» είπε η Μοίρα. «ότι έγινε έγινε δεν μπορεί κάτι να αλλάξει».Η βασίλισσα άρχισε να κλαιει την λυπήθηκε η Μοίρα και λέει.
«Να προσθέσω κάτι δεν μπορώ αλλά μπορώ να αλλάξω ένα χάρισμα με την ομορφιά να γίνει όμορφο και λίγοχρονο;
«Θεός φύλαξη» είπε η βασίλισσα.
«Να αλλάξω την γενναιότητα με την ομορφιά; να γίνει φοβητσιάρης;»
«Όχι ποτέ» είπε ο βασιλιάς.
«Να αλλάξω την καλοσύνη με την ομορφιά; να γίνει άπονος; «Όχι» είπαν και οι δυο.
«Τότε θα σας πω τι μπορώ να κανω.Θα γεννηθεί άσχημο αλλά θα είναι η ασχήμια του μαγεμένη και οποίος τον αγαπάει θα τον βλέπει πενταμορφο σαν τον ήλιο.
«Δέχεστε;» είπε η Μοίρα.
«Δεχόμαστε» είπαν.

Έπειτα από έναν χρόνο γεννήθηκε το βασιλόπουλο πολύ άσχημο,αλλά ο βασιλιάς και η βασίλισσα δεν έβλεπαν την ασχήμια του γιατί το αγαπούσαν.Εσκυβαν πάνω από την κούνια και έλεγαν.
«Η Μοίρα αστειεύτηκε μαζί μας και είπε ότι θα είναι άσχημο το παιδί μας» είπε η βασίλισσα.
«Αυτό βλέπω και εγώ» είπε ο βασιλιάς και γέλασαν χαρούμενοι.Το βασιλόπουλο μεγάλωνε αλλά μαγαλωνεκαιη ασχήμια του.Αλλα κανένας δεν την έβλεπε γιατί τον αγαπούσαν.Ηταν καλός και αγαπούσε όλον τον κόσμο και έκανε όλο καλοσύνες.Η φήμη του έφτασε σε όλο τον κόσμο και η φήμη έλεγε πως είχε ηλίου πρόσωπο και φεγγάρι στήθος.

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019


                                                                                       

 


Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΤΩΧΟΣ

Παραμύθι από την Μολδαβια
Μια φορά και έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό σε κάποιο χωριό ζούσαν ένας πλούσιος και ένας φτωχός.Ο πλούσιος είχε κοτούλες πολλές και κάθε μέρα γεννούσαν αυγουλακια.

 Γεννούσαν πολλά αυγουλακια και πάντοτε είχε άφθονα.Ο φτωχός είχε μόνο έναν και γιαυτο ζηλευε τον πλούσιο.
  

Μια μέρα ο φτωχός έδιωξε τον κόκορα και τον είπε να πάει να βρει κάτι χρησημο και να του το φέρει.Ο κόκορας γυρνούσε μια από δω μια από κεί δεν άφησε δρόμο για δρόμο και κάποια στιγμή βρίσκει ένα πουγκί με δυο μπάνι.
 
Ενώ γυρνούσε στο σπίτι συναντάει τον πλούσιο ο οποίος του αρπάζει το πουγκί. Ο κόκορας τον ακολούθουσε τρέχοντας πίσω του και φώναζε.
«Κουκουρίκου μπόερ μαρι  δεμι πουγκιτσα που δοι μπανι»
Νευριάζει ο πλούσιος και τον ρίχνει στο πηγάδι.Ο κόκορας ήπιε λίγο νερό και άρχισε πάλι να φωνάζει.
 
«Κουκουρικου παραλή δώσε μου πίσω το πουγκί»Νευριάζει πάλι ο πλούσιος και πετάει τον κόκορα σε ένα αμπάρι γεμάτο λίρες.Ο κόκορας κατάπιε όσες λίρες μπόρεσε και άρχισε πάλι να φωνάζει τον τον πλούσιο νευριάζει αυτός και για να γλυτώσει από τις φωνές του κόκορα τον έδωσε πίσω το πουγκί. 

 Έτσι ο κόκορας γύρισε σπίτι και έφερε και το πουγκί με τα δυο μπανι και τις λίρες που κατάπιε.Ετσι ο φτωχός έγινε πλούσιος από τον κόκορα του και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι Μια φορά και έναν καιρο, σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα μεγάλο, κα όμορφο βασίλειο ήταν ένας πρίγκιπας, που...