ΦΥΛΛΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΚΟΥΚΙΑΣ
Μια φορά και έναν καιρο, σε έναν τόπο μακρινό, ήταν ένας γέρος και μια γριά. Αφού ξύπνησε ο γέρος, το πρωί λέει της γριάς.
«Γριά θα πάω στο αμπέλι μας να σκύψω, και θέλω δυο τρία κουκιά, για να φυτέψω»
« ναι γερό μου θα στα δώσω»
Παίρνει ο γέρος την τσάπα του, και γραμμή για το αμπέλι να σκάψει. Στο δρόμο βρίσκει ένα πηγάδι, και όπως ήταν διψασμένος, πάει να πιει νερό. Καθώς προσπαθούσε, να πιει νερό, του έπεσε ένα κουκί, μέσα στο πηγάδι. Δεν είχε πολλά κουκιά, και προσπάθησε να το βγάλει. Προσπάθησε αλλά τίποτα.
«θα πάω» σκέφτηκε «πρώτα στο αμπέλι, να φυτέψω τα δυο κουκιά, και θα σκεφτώ πως θα το βγάλω»
Σκάβει στο αμπέλι, και φυτεύει τα δυο κουκιά, και καθώς γυρίζει, τι να δει! Μια κουκιά ψηλή μέχρι τον ουρανό. Ο γέρος άρχισε να λέει.
« φύλλο φύλλο της κουκιας, ανέβασε με πιο ψηλά!» Έτσι ανέβηκε στην κορυφή και τι να δει; τον ήλιο και το φεγγάρι.
« γερό μου λέει ο ήλιος, ποιος είναι καλύτερος, το φεγγάρι ή, εγώ;»
« εσυ είσαι ήλιε μου» λέει ο γέρος.
« εντάξει γερό, πάρε τότε έναν πετεινο, και κάθε μέρα, θα σε κάνει μια μια λίρα» χαρούμενος ο γέρος
λέει.
« φύλλο φύλλο της κουκιας, κατέβασε με χαμηλά» χαρούμενος πάει σπίτι του, και λέει στην γριά του.
« γριά ο ήλιος με έδωσε έναν πετεινο, που κάθε μέρα, θα κάνει μια λίρα.
« πες αλήθεια γερό μου!»
« αλήθεια είναι» λέει ο γέρος. Έτσι κάθε μέρα, ο πετεινός έκανε μια λίρα.
Ήθελαν να ευχαριστήσουν τον πετεινο, και τον πήγανε να τον χρυσώσουν, στον χρυσοχόο.
« θέλω να χρύσωσε τον πετεινο αυτόν, γιατί κάθε μέρα κάνει μια λίρα» λέει ο γέρος.
«εντάξει γερό» Αντί όμως να χρυσώσει τον πετεινο του γέρου, χρύσωσε έναν άλλον και του τον έδωσε.
« φέρε τον πετεινο μου»
« Μα στον έδωσα»
« δεν είναι αυτός ο δικός μου» λόγοφέρανε για ώρα, αλλά ο χρυσοχόος δεν του τον έδωσε.
Πάει τότε ο γέρος στην κουκιά, και λεει
« φύλλο φύλλο της κουκιας ανέβασε με πιο ψηλά» ανέβηκε πάλι στην κορυφή, είδε τον ήλιο και το φεγγάρι, και του είπε το πάθημα του. Ο ήλιος του λέει.
« θα σε δώσω έναν κόπανο, που είναι μαγικός. Άμα του λες δώστου θα βαράει, και αν λες σταμάτα θα σταματάει» τον πέρνει ο γέρος, και λέει.
« φύλλο φύλλο της κουκιας κατέβασε με χαμηλά» κατέβηκε, και δοκίμασε τον κόπανο λέει, « δώστου και ο κοπανος βάραγε, λέει σταμάτα και σταμάτησε. Πάει γραμμή στον χρυσοχόο και λέει.
« θέλω τον πετεινο μου»
« όχι»
« όχι;»
Πετάει μέσα τον κόπανο και λέει « δώστου» ο χρυσοχόος άρχισε να φωνάζει. « θα στον δώσω, θα στο δώσω!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου