Ο ΠΑΠΑΣ Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ
Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ήταν ένας Πάπας με την παπαδιά.Λεει μια μέρα στην παπαδιά.
«Παπαδιά σαμαρωσε τον γάιδαρο γιατί σήμερα είναι Ψυχοσάββατο και θα πάω να μαζέψω τις λειτουργιές.»
«Όπως θες παπά μου» είπε η παπαδιά, και σαμαρωσε τον γάιδαρο.Καβαλικευει ο Πάπας τον γάιδαρο και φεύγει.
Αφού μάζεψε όλες τις λειτουργιές πήρε το δρόμο για το σπίτι.Στο δρόμο που πήγαινε βλέπει καταμεσής ξαπλωμένη μια αλεπού.Πηγαινει κοντά την ακουμπάει αλλά αυτή τίποτε.
«Θα είναι ψόφια» είπε και συνέχισε τον δρόμο του.
Σε λίγο στην μέση του δρόμου να και μια άλλη αλεπού ξαπλωμένη και αυτή φαρδιά πλατιά.
«Και ψόφιες που είναι κάτι θα αξίζει η γούνα τους» είπε ο παπας.
«Θα γυρίσω μετά και θα τις πάρω.»
Προχωρώντας λίγο ακόμα, να και μια άλλη αλεπού ξαπλωμένη και αυτή και ψόφια.
«Α! δεν τις αφήνω θα γυρίσω και θα τις μαζέψω» Άφησε παραπέρα τον γάιδαρο και πήγε να μαζέψει την πρώτη αλεπού αλλά αυτή πουθενά.Οπως και η δεύτερη και η τριτη άφαντες όλες γιατί οι ψοφιες αλεπούδες ήταν μια και δεν ήταν ψόφια αλλά έτσι έκανε.Ετρεχε μπροστά από τον παπάκια παρίστανε την ψόφια.Ψαχνει ο παπάς γύρω γύρω να βρει τον γάιδαρο του αλλά άφαντος.Μια και δυο φτάνει στο σπίτι και ρωτάει την παπαδιά.
«Ήρθε εδώ ο γάιδαρος παπαδιά;»
«Όχι παπά μου» είπε.Σε λίγο να και ο γάιδαρος αλλά χωρίς τις λειτουργιές.Αγριευει ο παπάς και λέει στον γάιδαρο.
«Τι έκανες τις λειτουργιές;» Ο γάιδαρος τον λέει ότι η αλεπού τον πήγε στην φωλιά της και μαζί με άλλες αλεπούδες ξεφόρτωσαν τις λειτουργιές.
«Σαμαρωσε με παπά και εγώ θα σου φέρω τις αλεπούδες»Ευχαριστήθηκε ο παπάς και έκανε ότι του είπε ο γάιδαρος.
Του είπε μάλιστα να του βάλει και γερά σχοινιά έτσι και έγινε. Πηγαίνει λοιπόν ο γάιδαρος έξω από την φωλιά της αλεπούς και κάνει τον ψόφιο.Τον βλέπει η αλεπού φωνάζει και τις άλλες δένονται με τα σχοινιά για να τραβήξουν τον γάιδαρο, και έτσι όπως ήταν δεμένες σηκώνεται αυτός και τις σέρνει στο σπίτι του παπά.Φωναζει ο παπάς την παπαδιά.