Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Ο ΠΑΠΑΣ Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ


Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ήταν ένας Πάπας με την παπαδιά.Λεει μια μέρα στην παπαδιά.
«Παπαδιά σαμαρωσε τον γάιδαρο γιατί σήμερα είναι Ψυχοσάββατο και θα πάω να μαζέψω τις λειτουργιές.»
«Όπως θες παπά μου» είπε η παπαδιά, και σαμαρωσε τον γάιδαρο.Καβαλικευει ο Πάπας τον γάιδαρο και φεύγει.
  
Αφού μάζεψε όλες τις λειτουργιές πήρε το δρόμο για το σπίτι.Στο δρόμο που πήγαινε βλέπει καταμεσής ξαπλωμένη μια αλεπού.Πηγαινει κοντά την ακουμπάει αλλά αυτή τίποτε.
«Θα είναι ψόφια» είπε και συνέχισε τον δρόμο του.
 Σε λίγο στην μέση του δρόμου να και μια άλλη αλεπού ξαπλωμένη και αυτή φαρδιά πλατιά.
«Και ψόφιες που είναι κάτι θα αξίζει η γούνα τους» είπε ο παπας.
«Θα γυρίσω μετά και θα τις πάρω.»
Προχωρώντας λίγο ακόμα, να και μια άλλη αλεπού ξαπλωμένη και αυτή και ψόφια.
«Α! δεν τις αφήνω θα γυρίσω και θα τις μαζέψω» Άφησε παραπέρα τον γάιδαρο και πήγε να μαζέψει την πρώτη αλεπού αλλά αυτή πουθενά.Οπως και η δεύτερη και η τριτη άφαντες όλες γιατί οι ψοφιες αλεπούδες ήταν μια και δεν ήταν ψόφια αλλά έτσι έκανε.Ετρεχε μπροστά από τον παπάκια  παρίστανε την ψόφια.Ψαχνει ο παπάς γύρω γύρω να βρει τον γάιδαρο του αλλά άφαντος.Μια και δυο φτάνει στο σπίτι και ρωτάει την παπαδιά.
«Ήρθε εδώ ο γάιδαρος παπαδιά;»
«Όχι παπά μου» είπε.Σε λίγο να και ο γάιδαρος αλλά χωρίς τις λειτουργιές.Αγριευει ο παπάς και λέει στον γάιδαρο.
«Τι έκανες τις λειτουργιές;» Ο γάιδαρος τον λέει ότι η αλεπού τον πήγε στην φωλιά της και μαζί με άλλες αλεπούδες ξεφόρτωσαν τις λειτουργιές.
«Σαμαρωσε με παπά και εγώ θα σου φέρω τις αλεπούδες»Ευχαριστήθηκε ο παπάς και έκανε ότι του είπε ο γάιδαρος.
 


Του είπε μάλιστα να του βάλει και γερά σχοινιά έτσι και έγινε. Πηγαίνει λοιπόν ο γάιδαρος έξω από την φωλιά της αλεπούς και κάνει τον ψόφιο.Τον βλέπει η αλεπού φωνάζει και τις άλλες δένονται με τα σχοινιά για να τραβήξουν τον γάιδαρο, και έτσι όπως ήταν δεμένες σηκώνεται αυτός και τις σέρνει στο σπίτι του παπά.Φωναζει ο παπάς την παπαδιά.
Έλα παπαδιά να δεις ο καλός μας γάιδαρος τι μας έφερε! θα πουλήσω το τομάρι τους και θα πάρουμε πολλά λεφτά. Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

                Η ΜΑΜΑ ΚΑΤΣΙΚΑ ΤΑ 5 ΚΑΤΣΙΚΑΚΙΑ ΚΑΙ Ο 

                                            ΛΥΚΟΣ                      

Παραμύθι από την Αλβανία

Μια φορά και έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό ζούσε μια κατσίκα με τα πέντε κατσικάκια της.Τα κατσικάκια ήταν μικρά και η μαμά τους έπρεπε να δουλεύει για να τα μεγαλώσει.Η έγνοια της ήταν πως θα τα προφυλάξει από τον κακό λύκο οταν έμεναν  μόνα τους.Η μαμά κατσίκα τα έλεγε να προσέχουν πολύ και να φυλάγονται από τον λύκο γιατί είναι κακός.
 Έπρεπε η μαμά κατσίκα στα δασκαλευει καλά πως να φυλάγονται.Ο λύκος χρησιμοποιούσε αμέτρητα κόλπα για να πιάσει τα κατσικακια και να τα φάει.
 
Μια και δυό μια μέρα πάει στο σπίτι της κατσίκας.Τα κατσικάκια ήταν μόνα τους αλλά προετοιμασμένα και δασκαλεμένα από την μαμά τους.Ο λύκος χτύπησε την πόρτα.
«Ποιος είναι;» είπαν τα κατσικάκια.
«Η μαμά σας είμαι ανοίξτε» είπε ο λύκος.Τα κατσικάκια δεν τον πίστεψαν γιατί κατάλαβαν ότι η φωνή αυτή δεν ήταν της μαμάς τους.
«Μπες από το τζάκι γιατί χάσαμε τα κλειδιά» είπαν.Ο λύκος χαρά γεμάτος ανεβαίνει στην σκεπή και ετοιμάζεται να μπει από το τζάκι.Τα κατσικάκια όμως είχαν φωτιά αναμμένη και μια μεγάλη  χύτρα  ήταν γεμάτη βραστό νερό.Δινει μια και πηδάει και μπλουμ μέσα στην χύτρα με το βραστό νερό.Ετσι ζεματιστηκε και δεν πείραξε ποτέ ξανά τα κατσικακια.Και ζήσανε καλά αυτά και εμείς καλύτερα.


Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΕΠΟΥ

Παραμυθι από την Ελλάδα

Μια φορά και έναν καιρο η αλεπού και ο λύκος αποφάσισαν να σπείρουν μαζί ένα χωράφι.Οταν ήρθε ο καιρός του θερισμού πήγαν στο χωράφι για να θερίσουν.Η ζέστη ήταν πολύ και η πονηρή αλεπού έκανε τα πάντα για να αποφύγει την δουλειά.
 
Βλέπει λοιπόν έναν βράχο ψηλά στο βουνό και λέει.
«Σύντροφε λύκε βλέπεις τον βράχο εκείνον;»
«Τον βλέπω» λέει ο λύκος.
«Αν τον αφήσουμε έτσι μπορεί να πέσει και να μας πλακώσει.Εσυ θέρισε και γω θα πάω να τον κρατήσω για να μην πέσει» λέει η αλεπού.
 
Ο λύκος πίστεψε την αλεπού και αρχίζει μόνος του να θερίζει το χωράφι.Η αλεπού κοιμόταν του καλού καιρού κάτω από τον βράχο.
 

Οι μέρες πέρασαν και έπρεπε να αλωνίσουν.Χωρισαν μετά το το σιτάρι από το άχυρο και όταν τελείωσαν η αλεπού λει τον λύκο.
«Κυρ λύκε τι θες να πάρεις το πολύ άχυρο,  εγώ το  λίγο σιτάρι η εγώ το πολύ άχυρο;»
Ο λύκος όμως ακούσε μόνο το «πολύ» και το «λίγο» και λέει.
«Εγώ το πολύ και εσυ το λίγο»
«Όπως θες κυρ λύκε εσυ διάλεξες καλοφάγωτο και του χρόνου να σπειρουμε μαζί ξανά» Ο λύκος του φυσούσε και δεν κρύωνε......


Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019



 ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ

Παραμυθι από την Ρωσία

Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό από το καρό ενος αγγειοπλάστη κατρακύλησε ένα τσουκάλι το οποίο στάθηκε στον κορμό ενός δέντρου.Το βλέπει μια μύγα πάει κοντά και λέει.
«Μα αυτό είναι σαν παλάτι!»Και κάνει την φωλιά της μέσα στο τσουκάλι.
 Μετά από λίγες μέρες πέρασε από εκεί ένα κουνούπι πήγε κοντά και ρώτησε την μύγα αν μπορούσε να μείνει εκεί.
«Με μεγάλη μου ευχαρίστη»είπε η μύγα.  
 
Πέρασαν λίγες μέρες και ένας ποντικός βρέθηκε εκεί είδε την μύγα και την ρώτησε αν μπορούσε να μείνει και αυτός σε αυτό το ωραίο παλάτι.Η μύγα τον καλοδέχτηκε και αυτόν.
Οι μέρες περνούσαν και ένας βάτραχος είδε το παλάτι της μύγας χτύπησε την πόρτα και ζήτησε να μείνει και αυτός εκεί.
  Μετά ήρθε ο λαγός η αλεπού ο λύκος και όλοι ζητούσαν να μείνουν στο παλάτι της μύγας.Η μύγα τους δέχονταν όλους γιατί το παλάτι της έλεγε ήταν μεγάλο και χωρούσαν όλοι.Περασε καιρός και πέρναγαν πολύ καλά όλοι μαζί.


Ακούει μια αρκούδα ότι υπάρχει ένα ωραίο παλάτι στο δάσος και πάει να το βρει.Βλεπει την μύγα να στέκεται στην πόρτα πάει κοντά και την λέει.
«Δε μου λες βρομομυγα είναι δικό σου αυτό το παλάτι;»
«Δικό μου κυρία αρκούδα» είπε η μύγα εδώ μένουν εκτός από μένα το κουνούπι ο βάτραχος ο ποντικός ο λαγός η αλεπού και ο λυκος αν θες κάτσε και εσυ»

« Να πας να τσακιστείς από εδώ με τα βρομόζωα σου.Το παλάτι θα γίνει δικό μου αλλιώς με μια κλωτσιά θα το γκρεμίσω»
Η μύγα προσπάθησε να κάνει την αρκούδα να αλλάξει γνώμη αλλά αυτή αγρίεψε πιο πολύ και άρχισε να τραντάζει το παλάτι.Η μύγα τότε φώναξε όλους τους συγκάτοικους και όρμησαν πάνω της.Το κουνούπι και η μύγα τσιμπούσαν ο βάτραχος την πετούσε νερό ο λαγός πετούσε πέτρες η αλεπού και ο λύκος την δάγκωναν.Η αρκούδα τρομαγμένη άρχισε να τρέχει μακριά και ούτε φάνηκε ξανά ποτέ.Και έτσι όλοι οι συγκάτοικοι έζησα μαζί καλά και εμείς καλύτερα.


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

ΤΟ ΒΑΤΡΑΧΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΕΛΑΦΙ

Παραμύθι από το Κογκο
Μια φορά και έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό ζούσαν στο δάσος ο Λούσα το μικρό ελάφι και ο φίλος του το βατραχάκι.Καποια μέρα το βατραχάκι θέλησε να κάνει το τραπέζι στον Λούσα.
Ο Λουσα ετοιμάστηκε ντύθηκε στολίστηκε και ξεκίνησε για το σπίτι του φίλου του.
 Κ
 Στο μεταξύ το βατραχάκι επειδή αγαπούσε πολύ τον Λούσα ήθελε να τον ευχαριστήσει και είχε αγοράσει μια ασπρη κοτούλα για να την μαγειρέψει.Το βατραχάκι φορούσε στο χέρι του ένα όμορφο βραχιολάκι.Οτανο Λούσα έφτασε το βατραχάκι άρχισε να μαγειρεύει και έβγαλε το βραχιολάκι για να μην το λερώσει το έβγαλε και το ακούμπησε στον κομμένο κορμό ενός δέντρου.Το βραχιολάκι ήταν πολύ ωραίο και ο Λούσα το κοίταζε με ζήλια.Δεν άντεξε όμως και στο τέλος άρχισε να σκέφτεται πως να το πάρει για δικό του.Οταν το βατραχάκι πήγε να φέρει νερό ο Λούσα άρπαξε το βραχιολάκι και το έκρυψε στο εσώρουχο του.Εφαγαν ήπιαν τραγούδησαν γενικά πέρασαν πολύ καλά.
 Ο Λούσα σηκώθηκε και έφυγε και το βατραχάκι μάζεψε το τραπέζι έπλυνε τα πιάτα και όταν τελείωσε θυμήθηκε το βραχιολάκι πήγε να το πάρει αλλά το βραχιολάκι του δεν ήταν εκεί.Το βατραχάκι προσπάθησε να σκεφτεί τι μπορεί να έγινε το βραχιολάκι του.Θυμηθηκε το βλέμμα του Λούσα που δεν ξεκολλούσαι από το βραχιολάκι του και τότε κατάλαβε τι είχε κάνει ο φίλος του.Ηταν όμως αδύναμος δεν είχε πόδια γρήγορα με οπλές δεν είχε ούτε κέρατα πως να πιάσει και πως να πολεμήσει τον Λούσα.Στεναχωρημενο το βατραχάκι φώναξε όλα τα βατραχάκια της περιοχής και τους είπε τον καημό του.Τα βατραχάκια πιάστηκαν σφιχτά και έτριβαν το μέτωπο τους σκεφτόταν πολύ ώρα και έβγαλαν μια απόφαση.
 
Κάθε βατραχάκι θα κρατάει ένα άσπρο φτερό όπου και να πήγαινε για να θυμίζει την ασπρη κοτούλα που μαγείρεψε το βατραχάκι για τον Λούσα.Και οποίο θα τον συναντούσε θα τον ρωτούσε που είναι το βραχιολάκι του φίλου τους.Τα βατραχάκια πήγαιναν παντού και ο Λούσα τα συναντούσε με το άσπρο φτερό στο χέρι τους και τον ρωτούσαν.
«Που είναι το βραχιόλι του φίλου μας;»
Πέρασαν λίγες μέρες και ο Λούσα δεν άντεξε άλλο πήγε μετανιωμένος με το κεφάλι κάτεβασμενο στο βατραχάκι και του έδωσε το βραχιολάκι του.Το βατραχάκι έκανε χαρές μεγάλες.










Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

Η ΓΙΑΓΙΑ Η ΕΓΓΟΝΗ ΚΑΙ Η ΚΟΤΑ

Παραμυθι από την Ρωσία 
Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε μια γιαγιά με την εγγονή της και μια κοτουλα.Την γιαγιά την λέγαν Ντάσια την εγγονή Μασια και την κοτούλα παρδαλιτσα.Ηταν και οι τρεις αχώριστης μαζί τρωγαν μαζί κοιμούνταν μαζί περνούσαν τους χειμώνες.
Μια μέρα ξεκίνησαν να πάνε στην βρύση για νερό.Μπροστα η γιαγιά με τις κατσαρόλες της πίσω η Μασια με τα κατσαρολάκια της και πιο πίσω η παρδαλιτσα με μικρά δοχεία σαν αυγούλακια.Καθως πήγαιναν στην σειρά και οι τρεις βρονταγαν τα κατσαρόλια και τα κατσαρολακια και ακούγονταν σαν να περνούσε παρέα μουσικών από το δάσος.
 Μια μηλιά στο δρόμο της άκουσε που έκαναν τόση φασαρία και έσκυψε να δει τι γίνεται.Εσκυψε απότομα και όπως κουνήθηκε έπεσε ένα μήλο και άρχισε να κατρακυλάει και έτσι όπως κατρακυλούσε χτύπησε την παρδαλιτσα στο ποδαράκι της.Η κοτούλα κακαρισε και σωριάστηκε καταγής τρομαγμένη.Το μήλο κατρακυλώντας χτύπησε την Μασια και μετά την Ντασια.Αυτες σωριάστηκαν καταγής τρομαγμένες.Ηταν τόσο δυνατές οι φωνές τους που ακούστηκαν πολύ μακριά στην καρδιά του δάσους.Ενας ξυλοκόπος άκουσε τις φωνές και έτρεξε να δει τι γίνεται.
 

«Γιατί φωνάζετε τι πάθατε;» ρώτησε ο ξυλοκόπος.
«Ρωτάς τι έπαθα; ένα γεράκι όρμησε για να με φάει» είπε η κοτούλα.
«Τι κακό με βρήκε ένας λύκος όρμησε να με φάει» είπε η Μασια.
« εσυ  γιαγιά τι έπαθες;»είπε ο ξυλοκόπος γιατί τρέμεις; 
«Καλέ  μου άνθρωπε έπεσε πάνω μου μια αρκούδα πεινασμένη» Και  όλα αυτά για ένα μήλο που βρέθηκε στα πόδια τους.Γιατι βλέπεις ο φόβος γεννάει τέρατα


Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019


Η ΔΙΨΑΣΜΕΝΗ ΚΟΥΡΟΥΝΑ
Παραμυθι από το Μπανγκλαντές

Μια φορά κι έναν καιρο στο δάσος ζούσε μια κουρουνα που ήταν πολύ διψασμένη.Οσο κι αν έψαχνε να βρεί νερό δεν έβρισκε με τίποτα.Τελικα ανέβηκε στην κορυφή ενός δέντρου και κοίταζε γύρω γύρω μήπως και δει κάπου λίγο νερό.

 
Κάπου μακριά είδε έναν κήπο 
«Εκεί μπορεί να βρω νερό» σκέφτηκε και πήγε προς τον κήπο.Μολις έφτασε βλέπει ένα πιθάρι.
«Α! εδώ θα βρω νερό»είπε και κάθησε στο στόμιο του πιθαριου.Πράγματικα το πιθάρι είχε νερό.Το νερό όμως ήταν λίγο έφτανε μόνο έως τη μέση του πιθαριου.Η κουρουνα έσκυβε και ξανά έσκυβε αλλά δεν μπορούσε να φτάσει το νερό.
 Μια πάπια που ήταν στο κήπο και είδε την προσπάθεια της κουρουνας είπε.
«Άδικα προσπαθείς δεν θα τα καταφέρεις το νερό είναι πολύ λίγο»
 
 Η κουρουνα την κοίταξε αλλά δεν έδωσε σημασία.Λιγο αργότερα την πλησιάζει μια χήνα.
«Κουρουνα προσπαθείς τόση ώρα και δεν ήπιες καθόλου νερό παρατατα»
Η κουρουνα την κοίταξε αλλά δεν απάντησε.
Σταμάτησε την προσπάθεια της και άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει.Τοτε πέρασε από το μυαλό της μια ιδέα.Αρχισε με το ραμφος της να μαζεύει πετραδάκια και να τα ρίχνει μέσα στο πιθάρι.Το νερό άρχισε να ανεβαίνει σιγά σιγά.Οσα περισσότερα πετραδάκια είχανε τόσο το νερό ανέβαινε προς τα πάνω μέχρι που έφτασε στο στόμιο του πιθαριου.Η κουρουνα τότε έσκυψε και με το Ράμφος της ήπιε τόσο πολύ νερό μέχρι που ξεδίψασε.






Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι Μια φορά και έναν καιρο, σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα μεγάλο, κα όμορφο βασίλειο ήταν ένας πρίγκιπας, που...