Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΤΟΥ
Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας ποντικός που είχε μια πολύ όμορφη θυγατέρα. Ήθελε να την παντρέψει αλλά όχι με ποντικό.
- Α! Είπε, να γαμπρός για την κόρη μου. Και μια και δυό πάει στο παλάτι του ηλίου.
- Ήλιε! Παντρεύεσαι την όμορφη θυγατέρα μου; Θέλω να την δώσω μόνον σε σένα, που είσαι δυνατός και όμορφος.
-Α! Εγώ, λέει ο ήλιος, για να τον ξεφορτωθεί, δεν είμαι όπως νομίζεις ο δυνατότερος στον κόσμο. Βλέπεις εκείνα τα σύννεφα; Άμα μπουν μπροστά μου, σκοτεινιάζω δεν μπορώ να κανω τίποτα. Πήγαινε σε αυτά.
Τι να κάνει ο ποντικός, πάει στα σύννεφα. Και εκεί όμως, σκούρα τα βρήκε.
- Βλέπεις το βοριά; Είπαν τα σύννεφα. Όταν αυτός φυσάει, εμείς σκορπάμε, σύρε στον βοριά.
Παίρνει ο ποντικός την θυγατέρα του, και μια και δυο, πάει στον βοριά, και του εξηγεί για ποιον λόγο ήρθε.
- Με μεγάλη μου χαρά ποντικέ μου, θα την έπαιρνα την όμορφη θυγατέρα σου, αλλά δεν είμαι ο πιο δυνατός όπως νομίζεις. Βλέπεις εκείνον τον πυργο; Σαράντα χρόνια φυσάω, και δεν μπόρεσα ακόμα να τον ρίξω.
Πάει ο ποντικός λοιπόν στον πυργο, και του λέει τα ίδια.-Αχ! ποντικε μου, άκου μια βοή μέσα από τους τοίχους! Είναι ποντικοί που με κατατρώνε, και κοντεύουν να με ρίξουν. Πιο δυνατούς από τους ποντικούς δεν έχει μην άκου κανέναν.
Τότε ο ποντικός αποφάσισε, και έδωσε την θυγατέρα του, σε έναν όμορφο και δυνατό ποντικό! Έζησαν δε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.