Κυριακή 14 Ιουλίου 2019















 



  


ΦΥΛΛΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΚΟΥΚΙΑΣ

Μια φορά και έναν καιρο, σε έναν τόπο μακρινό, ήταν ένας γέρος και μια γριά. Αφού ξύπνησε ο γέρος, το πρωί λέει της γριάς.
«Γριά θα πάω στο αμπέλι μας να σκύψω, και θέλω δυο τρία κουκιά, για να φυτέψω»
« ναι γερό μου θα στα δώσω»
 
  Παίρνει ο γέρος την τσάπα του, και γραμμή για το αμπέλι να σκάψει. Στο δρόμο βρίσκει ένα πηγάδι, και όπως ήταν διψασμένος, πάει να πιει νερό. Καθώς προσπαθούσε, να πιει νερό, του έπεσε ένα κουκί, μέσα στο πηγάδι. Δεν είχε πολλά κουκιά, και προσπάθησε να το βγάλει. Προσπάθησε αλλά τίποτα.


«θα πάω» σκέφτηκε «πρώτα στο αμπέλι, να φυτέψω τα δυο κουκιά, και θα σκεφτώ πως θα το βγάλω»
Σκάβει στο αμπέλι, και φυτεύει τα δυο κουκιά, και καθώς γυρίζει, τι να δει! Μια κουκιά ψηλή μέχρι τον ουρανό. Ο γέρος άρχισε να λέει.
« φύλλο φύλλο της κουκιας, ανέβασε με πιο ψηλά!» Έτσι ανέβηκε στην κορυφή και τι να δει; τον ήλιο και το φεγγάρι.

 « γερό μου λέει ο ήλιος, ποιος είναι καλύτερος, το φεγγάρι ή, εγώ;»
« εσυ είσαι ήλιε μου» λέει ο γέρος.
« εντάξει γερό, πάρε τότε έναν πετεινο, και κάθε μέρα, θα σε κάνει μια μια λίρα» χαρούμενος ο γέρος 
λέει.
« φύλλο φύλλο της κουκιας, κατέβασε με χαμηλά» χαρούμενος πάει σπίτι του, και λέει στην γριά του. 
 « γριά ο ήλιος με έδωσε έναν πετεινο, που κάθε μέρα, θα κάνει μια λίρα. 
« πες αλήθεια γερό μου!»
« αλήθεια είναι» λέει ο γέρος. Έτσι κάθε μέρα, ο πετεινός έκανε μια λίρα.
 Ήθελαν να ευχαριστήσουν τον πετεινο, και τον πήγανε να τον χρυσώσουν, στον χρυσοχόο.
« θέλω να χρύσωσε τον πετεινο αυτόν, γιατί κάθε μέρα κάνει μια λίρα» λέει ο γέρος.
«εντάξει γερό» Αντί όμως να χρυσώσει τον πετεινο του γέρου, χρύσωσε έναν άλλον και του τον έδωσε.


 Πηγαίνει ο γέρος στο σπίτι, με το πετεινο, αλλά αυτός αντί για λίρα, έκανε κουτσουλιά! πάει πίσω στον χρυσοχόο και του λέει.
« φέρε τον πετεινο μου»
« Μα στον έδωσα»
« δεν είναι αυτός ο δικός μου» λόγοφέρανε για ώρα, αλλά ο χρυσοχόος δεν του τον έδωσε.
Πάει τότε ο γέρος στην κουκιά, και λεει
 « φύλλο φύλλο της κουκιας ανέβασε με πιο ψηλά» ανέβηκε πάλι στην κορυφή, είδε τον ήλιο και το φεγγάρι, και του είπε το πάθημα του. Ο ήλιος του λέει.


 « θα σε δώσω έναν κόπανο, που είναι μαγικός. Άμα του λες δώστου θα βαράει, και αν λες σταμάτα θα σταματάει» τον πέρνει ο γέρος, και λέει.
« φύλλο φύλλο της κουκιας κατέβασε με χαμηλά» κατέβηκε, και δοκίμασε τον κόπανο λέει, « δώστου και ο κοπανος βάραγε, λέει σταμάτα και σταμάτησε. Πάει γραμμή στον χρυσοχόο και λέει.
« θέλω τον πετεινο μου»
« όχι»
« όχι;»
Πετάει μέσα τον κόπανο και λέει « δώστου» ο χρυσοχόος άρχισε να φωνάζει. « θα στον δώσω, θα στο δώσω!»
Έτσι ο γέρος πήρε τον πετεινο, που έκανε κάθε μέρα μια λίρα, πήγε στο σπίτι, και με την γριά του έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 Λαϊκο παραμυθι από την Μήλο.






 








Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

Η ΣΦΥΡΙΧΤΡΑ

Κάποτε ένας μικρός βοσκός, έβοσκε τα πρόβατα του, κοντά σε ένα ποτάμι. Ξαφνικά παρουσιάστηκε ένας γέρος. Ήταν ο Χριστός μεταμορφωμένος. Ρώτησε τον μικρό βοσκό, αν ήταν καλό παιδί, και αν πρόσεχε τα πρόβατα του, και αν ήθελε να τον περάσει απέναντι. Ο μικρός βοσκός μάζεψε το παντελόνι του, και τον πέρασε απέναντι.
 Ο Χριστός τότε τον ρωτησε τι ήθελε να του χαρίσει. Ο μικρός βοσκός απάντησε ντροπαλά, ότι δεν ήθελε τίποτα. Ο Χριστός τον ρωτησε.
« σου αρέσουν οι γιορτές; Θα χαιρόσουν αν σου χάριζα μια σφυρίχτρα, που όταν σφύριζε, θα έκανες τους άλλους να χορεύουν; Το μόνο που χρειάζεται, είναι να σφυρίξεις, και να σκεφτείς τι θέλεις να γίνει, και θα γίνεται»
Ο μικρός βοσκός ποσό  πολύ ευχαριστήθηκε, όταν απέκτησε την σφυρίχτρα!
Πρώτα άρχισε να βάζει τα πρόβατα του, να χορεύουν. Οι γονείς του δούλευαν, μέσα στην αχυρώνα, πήγαν να δουν τι γίνεται. Ο μικρός βλέποντας τους σφύριξε, και άρχισαν και αυτοί να χορεύουν.
 
 Την ώρα εκείνη περνούσε ένας πραματευτής, που πουλούσε γυαλικά. Ο μικρός βοσκός σφύριξε με την σφυρίχτρα του, και ο πραματευτής, το άλογο, τα γυαλικά, άρχισαν να χορεύουν.
 Και αν ο μικρός βοσκός, δεν σταματούσε θα χόρευαν ακόμα. 

Λαΐκο γαλλικό παραμυθι 
Πηγη:ανθολογιο λογοτεχνικών κειμένων Α δημοτικού
 



Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι Μια φορά και έναν καιρο, σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα μεγάλο, κα όμορφο βασίλειο ήταν ένας πρίγκιπας, που...