ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΟΙΡΕΣ
Μια φορά κι έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα κεφαλοχώρι, ζούσε ένας άρχοντας με τους υποτακτικούς του.Αυτος λοιπόν ο άρχοντας αγαπούσε πολύ το κυνήγι. Με τους ανθρώπους του έβγαινε τακτικά για κυνήγι,στις γύρω περιοχές.
Κάποια μέρα κυνηγώντας, απομακρύνθηκαν πολύ από το χωριό, και όταν άρχισε μια καταιγίδα, έψαξαν να βρουν κάπου να μείνουν, μέχρι να ξημερώσει, και να γυρίσουν πίσω. Βρήκαν μια πέτρινη καλύβα, όπου ζούσε ένας βοσκός με την γυναίκα του.Ο βοσκός του υποδέχτηκε, και τους έβαλε κοντά στην φωτιά να ζεσταθούν. Τους περιποιήθηκε ο ίδιος, επειδή η γυναίκα του μόλις είχε γεννήσει, ένα όμορφο αγοράκι. Ο άρχοντας δεν είχε ύπνο γιατί το στρώμα ήταν σκληρό, και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Κάποια στιγμή βλέπει, τρεις γυναίκες ντυμένες στα άσπρα, να στέκονται δίπλα στην κούνια του μωρού. Ο άρχοντας φοβήθηκε, και δεν έπαιρνε ούτε ανάσα.
Άκουσε την μια μοίρα να λέει.
« όταν μεγαλώσει θα παντρευτεί την κόρη, του άρχοντα που είναι εδώ, που μόλις τώρα γεννήθηκε»
Σαν το άκουσε ο άρχοντας, ταράχτηκε πολύ με την ιδέα η κόρη του, να παντρευτεί κάποτε το φτωχό παιδί. Ξύπνησε τους ανθρώπους του, άρπαξε το μωρό και έφυγαν μέσα στην νύχτα.
Έφτασαν σε ένα ξέφωτο, και παράτησαν το μωρό, για να πεθάνει. Αφού απομακρύνθηκαν, πέρασε ένα ζευγάρι από εκεί, άκουσαν το κλάμα του μωρού, το λυπήθηκαν και το πήραν στο σπίτι τους, και το μεγάλωσαν με πολύ αγαπη.Όταν το αγόρι έγινε 15 χρόνων, πέρασε από τον τόπο τους ο άρχοντας, πηγαίνοντας για κυνήγι. Έπιασε κουβέντα με το αγόρι, και άκουσε την ιστορία, που του διηγήθηκε το παιδί. Ο άρχοντας κατάλαβε ότι ήταν το παιδί, που άφησε στο δάσος.
Ρώτησε το αγόρι αν ξέρει γράμματα, και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ξέρει,έγραψε ένα σημείωμα για την γυναίκα του. Είπε στο αγόρι ότι είναι μια παραγγελία, και του το έδωσε να το πάει στην αρχόντισσα. Το σημείωμα έγραφε.
« μην αφήσεις να ζήσει το παιδί, που σου φέρνει το γράμμα!»
Πηγαίνοντας το αγόρι στο χωριό, αντάμωσε έναν ξένο, ο οποίος τον ρώτησε που πηγαίνει. Το αγόρι του έδωσε να διαβάσει το γράμμα. Σαν είδε ο ξένος τι έγραφε, γράφει λοιπόν αυτός.
« το αγόρι αυτό θα το στεφανώσεις, αμέσως με την κόρη μας»
Έτσι και έγινε. Όταν ο άρχοντας γύρισε πίσω, αγρίεψε πολύ,και έψαχνε τρόπο για να εκδικηθεί. Έγραψε ένα σημείωμα που έλεγε.
« το παιδί που θα σας φέρει, αυτό το γράμμα αμέσως να θανατωθεί»
Το έδωσε στην γυναίκα του, και την είπε να το δώσει στο αγόρι, για να το πάει στο βουνό στους βοσκούς. Η αρχόντισσα πήρε το γράμμα, και πήγε να το δώσει στον γαμπρό της. Όταν είδε πόσο ήρεμα κοιμόταν με την κόρη της, λυπήθηκε να τον ξυπνήσει, και έδωσε το γράμμα στον γιό της να το πάει στο βουνό.
Οι βοσκοί διάβασαν το γράμμα, και έκαναν ότι τους διέταξε ο άρχοντας. Σκότωσαν το αρχοντόπουλο αντί για το αγόρι.Σαν ξύπνησε ο άρχοντας και έμαθε, πως πήγε ο γιος του στο βουνό, ανέβηκε στο άλογο και σαν αστραπή, έτρεξε στο βουνό. Όμως το κακό είχε γίνει. Μην αντέχοντας τόσο πόνο, ο άρχοντας τρελάθηκε και χάθηκε για πάντα. Το αγόρι έζησε με την αρχοντοπουλα, ευτυχισμένα για πολλά χρόνια.