Τετάρτη 24 Απριλίου 2019


ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΓΑΙΔΟΥΡΙ ΕΧΕΙ ΜΕΓΑΛΑ ΑΥΤΙΑ

 Παραμυθι από την Αλβανία


Μια φορά και έναν καιρο ήταν ένας γάιδαρος που κοιμόταν συνέχεια, δεν έκανε καμμία δουλειά ήταν τεμπέλης.
Κάποια μέρα έβρεξε παρά πολύ και ο τόπος πλημμύρισε, το νερό του ποταμού σκέπασε τα χωράφια και το δάσος.
 
 Τα ζωάκια όλα ξύπνησαν και έτρεξαν για να κάνουν ένα φράγμα για να σταματήσουν τα νερά του ποταμού.Δουλεψαν πολύ, κουράστηκαν όμως κατάφεραν να σταματήσουν την πλημμύρα.

 Όταν γύρισαν είδαν τον γάιδαρο να ροχαλίζει, τον ξύπνησαν και του είπαν.
«εσυ δεν ήρθες μαζί μας να βοηθήσεις για το φράγμα στο ποτάμι!»
« ουφ! λέει το γαϊδουράκι θέλω να κοιμηθώ!»
 Τα ζωάκια τότε τον τράβηξαν τα αυτιά και αυτά έγινα δυο δάχτυλα μεγαλύτερα.
Άλλη μια φορά το δάσος έπιασε φωτιά και όλα τα ζωάκια έτρεξαν γρήγορα για να σβήσουν την φωτιά.
 Το γαϊδουράκι πάλι δεν πήγε. Όταν γύρισαν πίσω τα ζωάκια τον ρώτησαν γιατί δεν πήγε μαζί τους.
Ουφ! εγώ βαριέμαι» είπε.
Τα ζωάκια τον τράβηξαν πάλι τα αυτιά και μεγάλωσαν πάλι αλλά δυο δάχτυλα.

 Αυτό έγινε πολλές φορές.Δεν βοηθούσε το γαϊδουράκι, τα ζωάκια του τραβούσαν τα αυτιά μέχρι που έγιναν δυο παλάμες.
 Το γαϊδουράκι έτσι έβαλε μυαλό και έκαμψε όλες τις δουλειές. Τα αυτιά του όμως έμειναν μεγάλα για πάντα!






Δευτέρα 8 Απριλίου 2019




ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΥΧΕΣ

          Μια φορά κι έναν καιρο σε ένα τόπο μακρινό μέσα στο δάσος ζούσε ένας ξυλοκόπος με την    γυναίκα του σε ένα σπιτάκι όμορφο από κορμούς δέντρων. Όλοι μέρα δούλευε και τα χρήματα τους έφταναν για να ζούμε καλά. Η ζωή τους ήταν καλή αλλά η γυναικα σχεδόν πάντοτε διαφωνούσε μαζί του. Έκαναν καυγάδες και η γυναίκα είχε πάντα τον τελευταίο λόγο.
 
Ένα πρωί ξεκίνησε όπως κάθε μέρα να πάει στην δουλειά του. Είχε σκεφτεί να κόψει μια πολύ μεγάλη βελανίδια και λογάριαζε ότι θα του δώσει πολύ ξυλεία. Πήρε λοιπόν το τσεκούρι του και ξεκίνησε.
  

           Όταν έφτασε στην βελανίδια άφησε κάτω το δισκάκι του που είχε λίγο ψωμί και νερό, και ξεκίνησε. Σήκωσε το τσεκούρι του με δύναμη και γκαπ στον κορμό.
Μα δεν κόπηκε καθόλου ο κορμός με την πρώτη τσεκούρια. Ετοιμάστηκε να ξανασηκώσει το τσεκούρι του, όταν ακούστηκε μια φωνούλα. Εμφανίστηκε μια μικρή πανέμορφη νεραιδουλα.
 «
«          Καλέ μου άνθρωπε μην κόψεις το δέντρο,  αυτό είναι το σπιτάκι μου σε παρακαλώ μην το κόψεις και εγώ θα σε ανταμείψω. Ο ξυλοκόπος τα έχασε και το τσεκούρι του έφυγε από τα χέρια. Την λυπήθηκε και την είπε.
«Μην φοβάσαι δεν πρόκειται να κόψω το δέντρο σου»
Πήρε το τσεκούρι του και το δισκάκι του και γύρισε να φύγει. 
«Σε ευχαριστώ καλέ μου άνθρωπε γιά το καλό που μου έκανες,εγώ λοιπόν θα σε επιβραβευσω για την καλοσύνη σου, θα κανείς τρεις ευχές που θα πραγματοποιηθούν,μέχρι το βραδυ έχεις χρόνο.
  Ο ξυλοκόπος γύρισε σπίτι του πεινασμένος και φώναξε την γυναίκα του πριν να μπει στο σπίτι.
«Γυναίκα πεινάω πολύ βάλε μου να φάω»
«Μωρέ τι μας λες; δεν φτάνει που ήρθες νωρίς και άρχισες τις διαταγές, θα περιμένεις μια ώρα να ετοιμάσω.»
« τι λες βρε ανοικοκύρευτη, εγώ πειναω και θέλω τώρα να φάω και μάλιστα θέλω μια χύτρα με  πουτίγκα από ρύζι 

 
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα του και μια τεράστια χύτρα με αχνιστη πουτίγκα εμφανίστηκε μπροστά του. Η γυναίκα του τα έχασε και αυτός θυμήθηκε την νεραιδουλα της βελανιδιάς. Έτσι διηγήθηκε στην γυναίκα του τι ακριβώς έγινε. Η γυναίκα του θύμωσε πολύ.
«είσαι βλάκας και ηλίθιος, άκου να θέλει μια χύτρα πουτίγκα, που να σε κολλήσει η χύτρα στην μύτη και να μην βγαίνει»
«να κολλήσει και να μην βγαίνει η χύτρα από την μύτη;» φώναξε νευριασμένος ο ξυλοκόπος και ευθείς η χύτρα κόλλησε στην μύτη του.Τραβουσαν ξανά τραβούσαν αλλά η χύτρα δεν ξεκολουσε με τίποτα. 
« τι θα κάνουμε τώρα άντρα μου! ούτε να δουλέψεις δεν θα μπορείς και θα πεθάνουμε της πείνας»
 
 Πέρασε λίγη ώρα και ο ξυλοκόπος είπε απελπισμένος.
« η χύτρα να ξεκολλήσει....» και αμέσως πριν πει κάτι άλλο η χύτρα έπεσε στο τραπέζι.Αγκαλιαστηκαν χαρούμενοι κλαίγοντας.
« τι ήθελα και δεν κρατούσα το στόμα μου κλειστό; είπε η γυναίκα 
« δεν σκέφτηκα τι ευχές να κανω, τώρα τελείωσαν όλα»
« δεν πειράζει άντρα μου δεν θα ξανά μαλώσουμε ποτέ!»
« έχεις δίκαιο γυναίκα καλά που μας έμεινε η πουτίγκα» είπε έφαγαν και κοιμήθηκαν χαρούμενοι. 
Το πρωί που ξύπνησαν λέει η γυναίκα.
 « πήγαινε πάλι άντρα μου στην βελανίδια και με τρόπο μήπως καταφέρεις να σου δώσει η νεράιδα άλλες τρεις ευχές»
« δεν θα μου πεις εσυ τι να κανω!» είπε νευριασμένος και βγήκε.

Έφτασε εκεί που ήταν η βελανιδιά αλλά δεν είδε τίποτα, ούτε νεράιδα ούτε βελανιδιά, μόνον πουλάκια κελαιδουσαν και τραγουδούσαν ένα ποιηματάκι.
« προσοχή θέλει η ζωή
η ευκαιρία είναι μια
άρπαξε την στην στιγμή
διώξε την κακομοιριά
σαν δεν θέλει όμως να αλλάξεις
και την ευκαιρία χάσει
κάποτε η χύτρα αδειάζει 
και η μιζέρια σε στενάζει»

Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι Μια φορά και έναν καιρο, σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα μεγάλο, κα όμορφο βασίλειο ήταν ένας πρίγκιπας, που...