ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ
Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ήταν τρία αδέρφια ο ένας ήταν κουτσός ο άλλος δεν έβλεπε καλά και ο τρίτος ήταν κασιδιαρης.Ενα βραδυ όταν κοιμούνταν παρουσιάστηκαν οι μοίρες και σε αυτόν που δεν έβλεπε καλά έδωσε ένα σακουλάκι σε αυτόν που κούτσαινε μια φλογέρα και στον κασιδιαρη ένα σκούφο.
Το πρωί μόλις τα είδαν κατάλαβαν ότι ήρθαν οι μοίρες.Ο στραβός αναποδογύρισε το σακούλι και έπεσαν λίρες που είχε μέσα και αμέσως γέμισε πάλι. Φωνάζει τα αδέρφια του, βάζει ο κασιδιαρης το σκούφο και χάνεται, τον φωνάζουν αλλά τίποτα έγινε πουλάκι και χάθηκε. Φοράει πάλι το σκούφο του και γίνεται άνθρωπος.
Παίζει ο κουτσός την φλογέρα και μαζεύτηκαν οι διάβολοι. Μόλις τους είδε κατατρόμαξε. Οι διάβολοι τον είπαν όταν τους χρειαστεί να παίξει την φλογέρα και αυτοί θα έρθουν.
Κατάλαβαν ότι θα κάνουν την τύχη τους με αυτά που τους έδωσαν οι μοίρες, ο στραβός αδειάζοντας και γεμίζοντας ξανά το σακούλι γέμισε με λίρες ένα πηγάδι.
Έκαναν ένα ωραίο και μεγάλο σπίτι πήγαν σε γιατρούς και έγιναν καλά και ζούσαν ευτυχισμένοι. Κάποια μέρα έβαλε ο κασιδιαρης το σκούφο του έγινε πουλί και πέταξε στο παράθυρο που στέκονταν η βασιλοπούλα. Μόλις είδε το όμορφο πουλάκι θέλησε να το πιάσει αλλά αυτό έφευγε . Προσπαθώντας όμως κάποια στιγμή τα κατάφερε. Το έπιασε λοιπόν και το έβαλε σε ένα κλουβί. Το βραδυ γινόταν άνθρωπος. Η βασιλοπούλα άρπαξε τον μαγικό σκούφο και τον έδιωξε από το παλάτι.
Πήγε στα αδέρφια του στεναχωρημένος και τους τα είπε όλα.
«Μην στεναχωριέσαι θα την εκδικηθούμε την βασιλοπούλα» τον είπαν. Κάποια μέρα ο βασιλιάς έβγαλε μια διαταγή ότι οποίος γεμίσει με λίρες την βασιλοπούλα θα την παντρευτεί. Πήγε ο στραβός την γέμισε με λίρες μέχρι τον λαιμό θέλησε και μια σκάλα να ρίχνει από πιο ψηλά.
« Έχασες το στοίχημα» του είπαν και του αρπάζει η βασιλοπούλα το σκούφο από τα χέρια του, και τον πετάνε έξω από το παλάτι. Πήγε στο σπίτι στεναχωρημένος, τα αδέρφια του τον παρηγόρησαν.
« Έχουμε και την φλογέρα να δεις τι θα τους κάνουμε» Πηγαίνει ο κουτσός τότε στο παλάτι και λέει.
« Εάν δεν με δώσετε το σκουφί και το σακούλι θα φωνάξω τους διαβόλους»
« Θα στο δώσουμε» του είπαν.Τον ρώτησαν πως φωνάζει τους διαβόλους και αυτός είπε.
« Με την φλογέρα» και έτσι πως στέκονταν η βασιλοπούλα την άρπαξε από τα χέρια του και άρχισε να παίζει.
Ήρθαν οι διάβολοι και ρώτησαν τι θέλει η βασιλοπούλα γιατί άκουγαν πάντα όποιον είχε την φλογέρα, και τους λέει η βασιλοπούλα.
« Να πάρετε αυτόν και να τον πετάξετε έξω» τον περνούν και τον πετάνε σε ένα πηγάδι. Αυτό όμως ήταν άδειο και βγήκε. Γυρίζει από εδώ γυρίζει από εκεί αλλά δεν βρίσκει τον δρόμο για το σπίτι. Ήταν νηστικός πολλές μέρες και ούτε μπορούσε καλά καλά να περπατήσει. Βλέπει κάτι συκιές η μια είχε άσπρα σύκα και η άλλη μαύρα,κόβει και τρώει άσπρα σύκα και όσα έτρωγε τόσα κερατά έβγαζε.
Τρώει μαύρα σύκα και όσα έτρωγε τόσα κερατά έπεφταν.
« Με αυτά θα εκδικηθώ την βασιλοπούλα» σκέφτηκε, και πέρνει λίγα άσπρα και λίγα μαύρα.Με τα πολλά βρήκε το δρόμο για το σπίτι και διηγήθηκε στα αδέρφια του όλα όσα πέρασε. Τους είπε τι σκέφτεται να κάνει και τα αδέρφια του δέχτηκαν. Μια και δυο πάει έξω από το παλάτι και φωνάζει.
«Σύκα καλά σύκα!» Κατέβηκε ο υπηρέτης και πήρε σύκα. Μετα το φαγητό έφαγαν και σύκα. Ο βασιλιάς κοιτάζει την βασιλοπούλα και την λέει.
« κόρη μου στο κεφάλι σου έβγαλες κέρατο»
« Και εσυ έχεις» τον λέει η βασίλισσα και η βασιλοπούλα με μια φωνή.
Ήρθαν οι γιατροί άρχισαν να κόβουν τα κερατά αλλά αυτά μεγάλωναν ξανά. Φωνάζει τότε ο κουτσός έξω από το παλάτι.
« Εδώ ο καλός γιατρός»
« Ας ανεβεί» είπε ο βασιλιάς. Πέρνει τον βασιλιά στην κάμαρα και του δίνει ένα μαύρο σύκο, το τρώει ο βασιλιάς και πέφτει το κέρατο.
« Τώρα δώσε και στην βασιλοπούλα»
« Δεν έχω άλλο» του λέει « θα βρω και θα της το δώσω εάν με δώσει το σκουφάκι το σακουλάκι και την φλογέρα, αλλά θα την παντρευτώ πρώτα με το κέρατο και ύστερα θα το ρίξω» Έτσι και έγινε παντρεύτηκαν και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!
Παίζει ο κουτσός την φλογέρα και μαζεύτηκαν οι διάβολοι. Μόλις τους είδε κατατρόμαξε. Οι διάβολοι τον είπαν όταν τους χρειαστεί να παίξει την φλογέρα και αυτοί θα έρθουν.
Κατάλαβαν ότι θα κάνουν την τύχη τους με αυτά που τους έδωσαν οι μοίρες, ο στραβός αδειάζοντας και γεμίζοντας ξανά το σακούλι γέμισε με λίρες ένα πηγάδι.
Έκαναν ένα ωραίο και μεγάλο σπίτι πήγαν σε γιατρούς και έγιναν καλά και ζούσαν ευτυχισμένοι. Κάποια μέρα έβαλε ο κασιδιαρης το σκούφο του έγινε πουλί και πέταξε στο παράθυρο που στέκονταν η βασιλοπούλα. Μόλις είδε το όμορφο πουλάκι θέλησε να το πιάσει αλλά αυτό έφευγε . Προσπαθώντας όμως κάποια στιγμή τα κατάφερε. Το έπιασε λοιπόν και το έβαλε σε ένα κλουβί. Το βραδυ γινόταν άνθρωπος. Η βασιλοπούλα άρπαξε τον μαγικό σκούφο και τον έδιωξε από το παλάτι.
Πήγε στα αδέρφια του στεναχωρημένος και τους τα είπε όλα.
«Μην στεναχωριέσαι θα την εκδικηθούμε την βασιλοπούλα» τον είπαν. Κάποια μέρα ο βασιλιάς έβγαλε μια διαταγή ότι οποίος γεμίσει με λίρες την βασιλοπούλα θα την παντρευτεί. Πήγε ο στραβός την γέμισε με λίρες μέχρι τον λαιμό θέλησε και μια σκάλα να ρίχνει από πιο ψηλά.
« Έχασες το στοίχημα» του είπαν και του αρπάζει η βασιλοπούλα το σκούφο από τα χέρια του, και τον πετάνε έξω από το παλάτι. Πήγε στο σπίτι στεναχωρημένος, τα αδέρφια του τον παρηγόρησαν.
« Έχουμε και την φλογέρα να δεις τι θα τους κάνουμε» Πηγαίνει ο κουτσός τότε στο παλάτι και λέει.
« Εάν δεν με δώσετε το σκουφί και το σακούλι θα φωνάξω τους διαβόλους»
« Θα στο δώσουμε» του είπαν.Τον ρώτησαν πως φωνάζει τους διαβόλους και αυτός είπε.
« Με την φλογέρα» και έτσι πως στέκονταν η βασιλοπούλα την άρπαξε από τα χέρια του και άρχισε να παίζει.
Ήρθαν οι διάβολοι και ρώτησαν τι θέλει η βασιλοπούλα γιατί άκουγαν πάντα όποιον είχε την φλογέρα, και τους λέει η βασιλοπούλα.
« Να πάρετε αυτόν και να τον πετάξετε έξω» τον περνούν και τον πετάνε σε ένα πηγάδι. Αυτό όμως ήταν άδειο και βγήκε. Γυρίζει από εδώ γυρίζει από εκεί αλλά δεν βρίσκει τον δρόμο για το σπίτι. Ήταν νηστικός πολλές μέρες και ούτε μπορούσε καλά καλά να περπατήσει. Βλέπει κάτι συκιές η μια είχε άσπρα σύκα και η άλλη μαύρα,κόβει και τρώει άσπρα σύκα και όσα έτρωγε τόσα κερατά έβγαζε.
Τρώει μαύρα σύκα και όσα έτρωγε τόσα κερατά έπεφταν.
« Με αυτά θα εκδικηθώ την βασιλοπούλα» σκέφτηκε, και πέρνει λίγα άσπρα και λίγα μαύρα.Με τα πολλά βρήκε το δρόμο για το σπίτι και διηγήθηκε στα αδέρφια του όλα όσα πέρασε. Τους είπε τι σκέφτεται να κάνει και τα αδέρφια του δέχτηκαν. Μια και δυο πάει έξω από το παλάτι και φωνάζει.
«Σύκα καλά σύκα!» Κατέβηκε ο υπηρέτης και πήρε σύκα. Μετα το φαγητό έφαγαν και σύκα. Ο βασιλιάς κοιτάζει την βασιλοπούλα και την λέει.
« κόρη μου στο κεφάλι σου έβγαλες κέρατο»
« Και εσυ έχεις» τον λέει η βασίλισσα και η βασιλοπούλα με μια φωνή.
Ήρθαν οι γιατροί άρχισαν να κόβουν τα κερατά αλλά αυτά μεγάλωναν ξανά. Φωνάζει τότε ο κουτσός έξω από το παλάτι.
« Εδώ ο καλός γιατρός»
« Ας ανεβεί» είπε ο βασιλιάς. Πέρνει τον βασιλιά στην κάμαρα και του δίνει ένα μαύρο σύκο, το τρώει ο βασιλιάς και πέφτει το κέρατο.
« Τώρα δώσε και στην βασιλοπούλα»
« Δεν έχω άλλο» του λέει « θα βρω και θα της το δώσω εάν με δώσει το σκουφάκι το σακουλάκι και την φλογέρα, αλλά θα την παντρευτώ πρώτα με το κέρατο και ύστερα θα το ρίξω» Έτσι και έγινε παντρεύτηκαν και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!