Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι

Μια φορά και έναν καιρο, σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα μεγάλο, κα όμορφο βασίλειο ήταν ένας πρίγκιπας, που ήθελε να παντρευτεί. Ήθελε όμως να βρει, μια πραγματική πριγκίπισσα. Οι πριγκίπισσες που ενδιαφέρονταν, δεν του άρεσαν, υπήρχε κάτι σε αυτές που δεν του πήγαινε καλά!
Έτσι αφού ταξίδεψε, σε όλον το κόσμο, γύρισε πίσω στο παλάτι λυπημένος, και
 Ήθελε παρά πολύ να βρει μια αληθινή πριγκίπισσα! Κάποιο βραδυ ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα, με βροντές, αστραπές, να πέφτουν ολόγυρα. Ξαφνικά μέσα σε όλον αυτόν το χαμό, ένα κτυπημα ακούστηκε στην πόρτα του παλατιού.
-Ποιος να είναι, με αυτήν την καταιγίδα! Είπε ο βασιλιάς, και σηκώθηκε να πάει να ανοίξει.
 Μια μικρή πριγκίπισσα, περίμενε βρεγμένη ως το κόκκαλο, μπρος στην πόρτα του παλατιού. Η δυνατή βροχή, και ο άγριος αέρας, την είχαν αλλάξει. Το νερό έτρεχε από την κορυφή, του κεφαλιού της έως τα πόδια της! Τα μαλλιά της έσταζαν νερό, τα ρούχα της βρεγμένα, τα παπούτσια της γεμάτα νερό, που
 Παρ’ολα αυτά εκείνη επέμενε, ότι ήταν μια πραγματική πριγκίπισσα. Σαν είδε και άκουσε όλα αυτά η βασίλισσα, σκέφτηκε.
«Πολύ σύντομα θα ξέρω εάν λέει αλήθεια». Η βασίλισσα σηκώθηκε, και πήγε στην κάμαρη που θα κοιμόταν η πριγκίπισσα. Διέταξε λοιπόν τις καμαριέρες να φέρουν και να στρώσουν, στο κρεβάτι είκοσι στρώματα. Κάτω από τα στρώματα η βασίλισσα έβαλε, ένα μπιζελι, και από πάνω από τα είκοσι στρώματα έβαλαν και είκοσι πουπουλένια παπλώματα! 
 Η πριγκίπισσα αφού ευχαρίστησε, όλους για την φιλοξενία τους, πήγε στο δωμάτιο για να κοιμηθεί.
Το πρωί σαν σηκώθηκε η πριγκίπισσα, η βασίλισσα την ρώτησε πως κοιμήθηκε.
- Παρά πολύ άσχημα, δεν έκλεισα μάτι όλη την νύχτα! Ένα μπιζελι ήταν κάτω από τα στρώματα, και έχω όλο το κορμί μου μελανιασμένο από αυτό.  Η βασίλισσα κατάλαβε, ότι ήταν αληθινή πριγκίπισσα. Μόνον μια πραγματική πριγκίπισσα, θα καταλάβαινε ότι ήταν ένα μπιζελι, κάτω από είκοσι στρώματα! Έτσι ο πρίγκιπας την πήρε γυναίκα του, αφού πια ήταν σίγουρος, πως βρήκε την αληθινή πριγκίπισσα που τόσο επιθυμούσε.
 Το δε μπιζελι το τοποθέτησαν, στο μουσείο, και μπορεί όποιος θέλει να το δει, αν δεν το έχουν κλέψει. Έτσι έζησαν τα υπόλοιπα τους χρόνια, καλά και εμείς καλύτερα! 
 Χανς ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΑΝΤΕΡΣΕΝ 
Διασκευή: Καρακιτσιου Μαρία







Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

      


Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΤΟΥ

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας ποντικός που είχε μια πολύ όμορφη θυγατέρα. Ήθελε να την παντρέψει αλλά όχι με ποντικό.
 

      Εκεί που ήταν σκεπτικός, βλέπει να λάμπει ο ήλιος.
-  Α! Είπε, να γαμπρός για την κόρη μου. Και μια και δυό πάει στο παλάτι του ηλίου.    
 - Ήλιε! Παντρεύεσαι την όμορφη θυγατέρα μου; Θέλω να την δώσω μόνον σε σένα, που είσαι δυνατός και όμορφος.
-Α! Εγώ, λέει ο ήλιος, για να τον ξεφορτωθεί, δεν είμαι όπως νομίζεις ο δυνατότερος στον κόσμο. Βλέπεις εκείνα τα σύννεφα; Άμα μπουν μπροστά μου, σκοτεινιάζω δεν μπορώ να κανω τίποτα. Πήγαινε σε αυτά.
 Τι να κάνει ο ποντικός, πάει στα σύννεφα. Και εκεί όμως, σκούρα τα βρήκε.
- Βλέπεις το βοριά; Είπαν τα σύννεφα. Όταν αυτός φυσάει, εμείς σκορπάμε, σύρε στον βοριά. 
 Παίρνει ο ποντικός την θυγατέρα του, και μια και δυο, πάει στον βοριά, και του εξηγεί για ποιον λόγο ήρθε.
- Με μεγάλη μου χαρά ποντικέ μου, θα την έπαιρνα την όμορφη θυγατέρα σου, αλλά δεν είμαι ο πιο δυνατός όπως νομίζεις. Βλέπεις εκείνον τον πυργο; Σαράντα χρόνια φυσάω, και δεν μπόρεσα ακόμα να τον ρίξω.
 Πάει ο ποντικός λοιπόν στον πυργο, και του λέει τα ίδια.
-Αχ! ποντικε μου, άκου μια βοή μέσα από τους τοίχους! Είναι ποντικοί που με κατατρώνε, και κοντεύουν να με ρίξουν. Πιο δυνατούς από τους ποντικούς δεν έχει μην άκου κανέναν.
 Τότε ο ποντικός αποφάσισε, και έδωσε την θυγατέρα του, σε έναν όμορφο και δυνατό ποντικό! Έζησαν δε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.











Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019



Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΛΕΛΕΚΑΣ

Μια φορά και έναν καιρο,ο λελεκας ήθελε να κάνει το τραπέζι στην αλεπού. Πήρε λοιπόν μια μεγάλη κανάτα γάλα, την ακούμπησε σε μια πέτρα, έβαλε την μύτη του μέσα και άρχισε να πίνει. Όταν έβγαζε την μύτη να πάρει ανάσα, έσταζε λίγο γάλα και η αλεπού το εγλυφε.
 -Ήπιες αλεπού γάλα, χόρτασες;
-Ήπια λελεκα μου! Χόρτασα! Αύριο σε έχω καλεσμένο να σε φιλεψω και εγώ.
Την άλλη μέρα, αντάμωσαν πρωί, πρωί. Η αλεπού έφερε μια κανάτα γάλα. Πάει σε μια πλάκα, χτυπάει την κανάτα, σπάει αυτή και χύνεται το γάλα.
 
Άρχισε η αλεπού να γλύφει το γάλα, χτυπάει ο λελεκας την μύτη του στην πλάκα, τίποτα! Και ρωτάει  η αλεπού.
- Ε! λέλεκα ήπιες γάλα; χόρτασες;
-Εεε! αλεπού μου α! Του λέει τότε η αλεπού.
- Κατά πως με πούλησες, λελεκα μου, αγόρασες!
 




Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΒΡΕΓΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑ ΦΟΡΤΩΜΕΝΟΣ

Ο γάιδαρος του γέρου Κανέλη ο ψαρης, πρόβαλε στον δρόμο. Θέλει να δει αν θα έχει δουλειά σήμερα ή, όχι.
Βρέχει δυνατά, και ο ψαρης στέκεται και κοιτάζει. Βρύσες τρέχουν από τα κεραμίδια, και τα νερά κυλούν σαν ποταμάκια στον δρομακο.
 Οι περαστικοί τρέχουν να χωθούν, στα σπίτια τους.
« Τι ωραία! ούτε φόρτωμα, ούτε μαγκούρα, ίσως αύριο» λέει ο γάιδαρος και είναι όλο χαρά.
 
Περνούσε βιαστικά μια κότα, είδε τον γάιδαρο να βρέχεται και του λέει.
« βρεχεσαι καημένε γαιδαρακο. Μπες μέσα! Θα χαλάσει την φορεσιά σου.
 « καλύτερα βρεγμένος παρά φορτωμένος» απαντά ο ψαρης ο γάιδαρος, και σκέφτεται το βαρύ φορτίο, και την μαγκούρα του γέρου Κανέλη.

 (Από το Αλφαβητάρι με τον ήλιο)





Κυριακή 14 Ιουλίου 2019















 



  


ΦΥΛΛΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΚΟΥΚΙΑΣ

Μια φορά και έναν καιρο, σε έναν τόπο μακρινό, ήταν ένας γέρος και μια γριά. Αφού ξύπνησε ο γέρος, το πρωί λέει της γριάς.
«Γριά θα πάω στο αμπέλι μας να σκύψω, και θέλω δυο τρία κουκιά, για να φυτέψω»
« ναι γερό μου θα στα δώσω»
 
  Παίρνει ο γέρος την τσάπα του, και γραμμή για το αμπέλι να σκάψει. Στο δρόμο βρίσκει ένα πηγάδι, και όπως ήταν διψασμένος, πάει να πιει νερό. Καθώς προσπαθούσε, να πιει νερό, του έπεσε ένα κουκί, μέσα στο πηγάδι. Δεν είχε πολλά κουκιά, και προσπάθησε να το βγάλει. Προσπάθησε αλλά τίποτα.


«θα πάω» σκέφτηκε «πρώτα στο αμπέλι, να φυτέψω τα δυο κουκιά, και θα σκεφτώ πως θα το βγάλω»
Σκάβει στο αμπέλι, και φυτεύει τα δυο κουκιά, και καθώς γυρίζει, τι να δει! Μια κουκιά ψηλή μέχρι τον ουρανό. Ο γέρος άρχισε να λέει.
« φύλλο φύλλο της κουκιας, ανέβασε με πιο ψηλά!» Έτσι ανέβηκε στην κορυφή και τι να δει; τον ήλιο και το φεγγάρι.

 « γερό μου λέει ο ήλιος, ποιος είναι καλύτερος, το φεγγάρι ή, εγώ;»
« εσυ είσαι ήλιε μου» λέει ο γέρος.
« εντάξει γερό, πάρε τότε έναν πετεινο, και κάθε μέρα, θα σε κάνει μια μια λίρα» χαρούμενος ο γέρος 
λέει.
« φύλλο φύλλο της κουκιας, κατέβασε με χαμηλά» χαρούμενος πάει σπίτι του, και λέει στην γριά του. 
 « γριά ο ήλιος με έδωσε έναν πετεινο, που κάθε μέρα, θα κάνει μια λίρα. 
« πες αλήθεια γερό μου!»
« αλήθεια είναι» λέει ο γέρος. Έτσι κάθε μέρα, ο πετεινός έκανε μια λίρα.
 Ήθελαν να ευχαριστήσουν τον πετεινο, και τον πήγανε να τον χρυσώσουν, στον χρυσοχόο.
« θέλω να χρύσωσε τον πετεινο αυτόν, γιατί κάθε μέρα κάνει μια λίρα» λέει ο γέρος.
«εντάξει γερό» Αντί όμως να χρυσώσει τον πετεινο του γέρου, χρύσωσε έναν άλλον και του τον έδωσε.


 Πηγαίνει ο γέρος στο σπίτι, με το πετεινο, αλλά αυτός αντί για λίρα, έκανε κουτσουλιά! πάει πίσω στον χρυσοχόο και του λέει.
« φέρε τον πετεινο μου»
« Μα στον έδωσα»
« δεν είναι αυτός ο δικός μου» λόγοφέρανε για ώρα, αλλά ο χρυσοχόος δεν του τον έδωσε.
Πάει τότε ο γέρος στην κουκιά, και λεει
 « φύλλο φύλλο της κουκιας ανέβασε με πιο ψηλά» ανέβηκε πάλι στην κορυφή, είδε τον ήλιο και το φεγγάρι, και του είπε το πάθημα του. Ο ήλιος του λέει.


 « θα σε δώσω έναν κόπανο, που είναι μαγικός. Άμα του λες δώστου θα βαράει, και αν λες σταμάτα θα σταματάει» τον πέρνει ο γέρος, και λέει.
« φύλλο φύλλο της κουκιας κατέβασε με χαμηλά» κατέβηκε, και δοκίμασε τον κόπανο λέει, « δώστου και ο κοπανος βάραγε, λέει σταμάτα και σταμάτησε. Πάει γραμμή στον χρυσοχόο και λέει.
« θέλω τον πετεινο μου»
« όχι»
« όχι;»
Πετάει μέσα τον κόπανο και λέει « δώστου» ο χρυσοχόος άρχισε να φωνάζει. « θα στον δώσω, θα στο δώσω!»
Έτσι ο γέρος πήρε τον πετεινο, που έκανε κάθε μέρα μια λίρα, πήγε στο σπίτι, και με την γριά του έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 Λαϊκο παραμυθι από την Μήλο.






 








Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

Η ΣΦΥΡΙΧΤΡΑ

Κάποτε ένας μικρός βοσκός, έβοσκε τα πρόβατα του, κοντά σε ένα ποτάμι. Ξαφνικά παρουσιάστηκε ένας γέρος. Ήταν ο Χριστός μεταμορφωμένος. Ρώτησε τον μικρό βοσκό, αν ήταν καλό παιδί, και αν πρόσεχε τα πρόβατα του, και αν ήθελε να τον περάσει απέναντι. Ο μικρός βοσκός μάζεψε το παντελόνι του, και τον πέρασε απέναντι.
 Ο Χριστός τότε τον ρωτησε τι ήθελε να του χαρίσει. Ο μικρός βοσκός απάντησε ντροπαλά, ότι δεν ήθελε τίποτα. Ο Χριστός τον ρωτησε.
« σου αρέσουν οι γιορτές; Θα χαιρόσουν αν σου χάριζα μια σφυρίχτρα, που όταν σφύριζε, θα έκανες τους άλλους να χορεύουν; Το μόνο που χρειάζεται, είναι να σφυρίξεις, και να σκεφτείς τι θέλεις να γίνει, και θα γίνεται»
Ο μικρός βοσκός ποσό  πολύ ευχαριστήθηκε, όταν απέκτησε την σφυρίχτρα!
Πρώτα άρχισε να βάζει τα πρόβατα του, να χορεύουν. Οι γονείς του δούλευαν, μέσα στην αχυρώνα, πήγαν να δουν τι γίνεται. Ο μικρός βλέποντας τους σφύριξε, και άρχισαν και αυτοί να χορεύουν.
 
 Την ώρα εκείνη περνούσε ένας πραματευτής, που πουλούσε γυαλικά. Ο μικρός βοσκός σφύριξε με την σφυρίχτρα του, και ο πραματευτής, το άλογο, τα γυαλικά, άρχισαν να χορεύουν.
 Και αν ο μικρός βοσκός, δεν σταματούσε θα χόρευαν ακόμα. 

Λαΐκο γαλλικό παραμυθι 
Πηγη:ανθολογιο λογοτεχνικών κειμένων Α δημοτικού
 



Κυριακή 16 Ιουνίου 2019



ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΟΙΡΕΣ

Μια φορά κι έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα κεφαλοχώρι, ζούσε ένας άρχοντας με τους υποτακτικούς του.Αυτος λοιπόν ο άρχοντας αγαπούσε πολύ το κυνήγι. Με τους ανθρώπους του έβγαινε τακτικά για κυνήγι,στις γύρω περιοχές.
 
 Κάποια μέρα κυνηγώντας, απομακρύνθηκαν πολύ από το χωριό, και όταν άρχισε μια καταιγίδα, έψαξαν να βρουν κάπου να μείνουν, μέχρι να ξημερώσει, και να γυρίσουν πίσω. Βρήκαν μια πέτρινη καλύβα, όπου ζούσε ένας βοσκός με την γυναίκα του.
 Ο βοσκός του υποδέχτηκε, και τους έβαλε κοντά στην φωτιά να ζεσταθούν. Τους περιποιήθηκε ο ίδιος, επειδή η γυναίκα του μόλις είχε γεννήσει, ένα όμορφο αγοράκι. Ο άρχοντας δεν είχε ύπνο γιατί το στρώμα ήταν σκληρό, και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Κάποια στιγμή βλέπει, τρεις γυναίκες ντυμένες στα άσπρα, να στέκονται δίπλα στην κούνια του μωρού. Ο άρχοντας φοβήθηκε, και δεν έπαιρνε ούτε ανάσα.
 
 Άκουσε την μια μοίρα να λέει.
« όταν μεγαλώσει θα παντρευτεί την κόρη, του άρχοντα που είναι εδώ, που μόλις τώρα γεννήθηκε» 
Σαν το άκουσε ο άρχοντας, ταράχτηκε πολύ με την ιδέα η κόρη του, να παντρευτεί κάποτε το φτωχό παιδί. Ξύπνησε τους ανθρώπους του, άρπαξε το μωρό και έφυγαν μέσα στην νύχτα.
 Έφτασαν σε ένα ξέφωτο, και παράτησαν το μωρό, για να πεθάνει. Αφού απομακρύνθηκαν, πέρασε ένα ζευγάρι από εκεί, άκουσαν το κλάμα του μωρού, το λυπήθηκαν και το πήραν στο σπίτι τους, και το μεγάλωσαν με πολύ αγαπη.
 Όταν το αγόρι έγινε 15 χρόνων, πέρασε από τον τόπο τους ο άρχοντας, πηγαίνοντας για κυνήγι. Έπιασε κουβέντα με το αγόρι, και άκουσε την ιστορία, που του διηγήθηκε το παιδί. Ο άρχοντας κατάλαβε ότι ήταν το παιδί, που άφησε στο δάσος.
 Ρώτησε το αγόρι αν ξέρει γράμματα, και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ξέρει,έγραψε ένα σημείωμα για την γυναίκα του. Είπε στο αγόρι ότι είναι μια παραγγελία, και του το έδωσε να το πάει στην αρχόντισσα. Το σημείωμα έγραφε.
« μην αφήσεις να ζήσει το παιδί, που σου φέρνει το γράμμα!»
Πηγαίνοντας το αγόρι στο χωριό, αντάμωσε έναν ξένο, ο οποίος τον ρώτησε που πηγαίνει. Το αγόρι του έδωσε να διαβάσει το γράμμα. Σαν είδε ο ξένος τι έγραφε, γράφει λοιπόν αυτός.
« το αγόρι αυτό θα το στεφανώσεις, αμέσως με την κόρη μας»
 Έτσι και έγινε. Όταν ο άρχοντας γύρισε πίσω, αγρίεψε πολύ,και έψαχνε τρόπο για να εκδικηθεί. Έγραψε ένα σημείωμα που έλεγε.
« το παιδί που θα σας φέρει, αυτό το γράμμα αμέσως να θανατωθεί»
Το έδωσε στην γυναίκα του, και την είπε να το δώσει στο αγόρι, για να το πάει στο βουνό στους βοσκούς. Η αρχόντισσα πήρε το γράμμα, και πήγε να το δώσει στον γαμπρό της. Όταν είδε πόσο ήρεμα κοιμόταν με την κόρη της, λυπήθηκε να τον ξυπνήσει, και έδωσε το γράμμα στον γιό της να το πάει στο βουνό.
 Οι βοσκοί διάβασαν το γράμμα, και έκαναν ότι τους διέταξε ο άρχοντας. Σκότωσαν το αρχοντόπουλο αντί για το αγόρι.
 Σαν ξύπνησε ο άρχοντας και έμαθε, πως πήγε ο γιος του στο βουνό, ανέβηκε στο άλογο και σαν αστραπή, έτρεξε στο βουνό. Όμως το κακό είχε γίνει. Μην αντέχοντας τόσο πόνο, ο άρχοντας τρελάθηκε και χάθηκε για πάντα. Το αγόρι έζησε με την αρχοντοπουλα, ευτυχισμένα για πολλά χρόνια.












Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι Μια φορά και έναν καιρο, σε έναν τόπο μακρινό, σε ένα μεγάλο, κα όμορφο βασίλειο ήταν ένας πρίγκιπας, που...